- οἰωνοπολία
- οἰωνο-πολία, ἡ,=οἰωνομαντεία, Suid.A s.v. Πόλλης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιωνοπολία — οἰωνοπολία, ἡ (Α) [οιωνοπόλος] οιωνοσκοπία … Dictionary of Greek